σαρμάτιος

σαρμάτιος
-α, -ο, Ν
1. σαρματικός
2. φρ. «σαρμάτια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σαρμάτιο»
γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού μειοκαίνου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της, μία από τις έξι βαθμίδες του, που ακολουθεί την ταρνόνια και προηγείται τής πόντιας βαθμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sarmatian (< Σαρματία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σαρματάς — Αναχωρητής από την Αίγυπτο, που τον έσφαξαν οι Σαρακηνοί, σε επιδρομή τους στη Θηβαΐδα (362). Η Αν. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 30 Αυγούστου. Αναφέρεται και με το όνομα Σαρμάτιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”